- ἐρείκης
- ἐρέικηfem gen sg (attic epic ionic)ἐρείκηheathfem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ερεικόχωμα — το βοτ. χώμα που σχηματίζεται γύρω από τη ρίζα τής άγριας ερείκης από την αποσύνθεση τών διαφόρων μορίων της και χρησιμοποιείται στην ανθοκομία. [ΕΤΥΜΟΛ. ερείκη + χώμα] … Dictionary of Greek
Τοπέλιους, Ζαχαρίας — (Topelius, 1818 – 1898). Φιλανδός ποιητής και συγγραφέας, ο οποίος έγραψε στη σουηδική γλώσσα. Διετέλεσε δημοσιογράφος και αργότερα καθηγητής της ιστορίας στο πανεπιστήμιο του Χέλσιγκφορς. Θεωρείται γενικά ο μεγαλύτερος ποιητής της Φιλανδίας μετά … Dictionary of Greek